- κακοχρονιάζω
- κακοχρόνιασα, κακοχρονιασμένος, περνώ κακή χρονιά: Στη Γερμανία πέρασα δύο όμορφα χρόνια, αλλά στον τρίτο κακοχρόνιασα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοχρονιάζω — [κακοχρονιά] περνώ κακή χρονιά, περνώ άσχημα, δύσκολα τη χρονιά … Dictionary of Greek
κακοχρόνι(α)σμα — το το να καταριέται κάποιος τον άλλο να περάσει κακή χρονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοχρονίζω ή κακοχρονιάζω] … Dictionary of Greek